ῥάχιος

ῥάχιος
ῥάχις
the lower part of the back
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)
ῥά̱χιος , ῥᾶχος
neut gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραχιοτομία — και ραχεοτομία και ραχιτομία, η, Ν ιατρ. 1. χειρουργική επέμβαση στη σπονδυλική στήλη 2. τομή τής σπονδυλικής στήλης τού εμβρύου για να διευκολυνθεί η εξαγωγή του από τη μήτρα σε περίπτωση σοβαρής δυστοκίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις, ῥάχιος + τομία… …   Dictionary of Greek

  • ραχιοτόμο — και ραχιτόμο και ραχεοτόμο, το, Ν χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη τού σπονδυλικού σωλήνα χωρίς να βλαβεί ο μυελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις, ῥάχιος + τόμον (< τέμνω). Ο λόγιος τ. ραχιοτόμον μαρτυρείται από το 1887 στον Λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”